Η επίπτωση της νοσογόνου παχυσαρκίας έχει σχεδόν διπλασιαστεί στον ενήλικο πληθυσμό από τη δεκαετία του 1980. Στις ημέρες μας, ένα σημαντικό ποσοστό των ατόμων άνω των 20 ετών είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Η παχυσαρκία συσχετίζεται με την πρόκληση νοσημάτων του καρδιαγγειακού, σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ καθώς επίσης και με την πρόκληση ορισμένων καρκίνων. Η παχυσαρκία έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας παγκοσμίως, με τουλάχιστον 2,8 εκατομμύρια θανάτους κάθε χρόνο από νόσους που συσχετίζονται αιτιολογικά με την υπάρχουσα παχυσαρκία (WHO).
Σήμερα, ποικίλες διατροφικές παρεμβάσεις μπορούν να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, μειώνοντας τον επακόλουθο κίνδυνο στην πρόκληση των διαφόρων νόσων που συσχετίζονται με αυτή. Αρκετά διαδεδομένες είναι οι δίαιτες με πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά και πρωτεΐνες. Αρκετές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, δείχνουν ότι οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες όταν συγκριθούν με τις συμβατικές δίαιτες με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, οδηγούν σε μεγαλύτερη απώλεια βάρους μετά από 6 μήνες εφαρμογής και τουλάχιστον συγκρίσιμη απώλεια βάρους μετά από 1 χρόνο εφαρμογής. Οι μελέτες αυτές έχουν επίσης δείξει ότι μακροπρόθεσμα η δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες έχει περισσότερες ευνοϊκές επιδράσεις στις συγκεντρώσεις των λιπιδίων του πλάσματος, στη βελτίωση της αρτηριακής πίεσης, στην ελάττωση της αντίστασης στην ινσουλίνη, καθώς και στην διατήρηση φυσιολογικής γλυκόζης στο αίμα όταν συγκριθεί με τη δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά.
Ωστόσο, πολλές ανησυχίες διατυπώθηκαν για την μακροχρόνια χρήση αυτών των διαίτων, καθώς ο περιορισμός των υδατανθράκων σε μεγάλο βαθμό με ταυτόχρονη αύξηση στην πρόσληψη λιπαρών ελλοχεύει κινδύνους κυρίως για καρδιαγγειακά νοσήματα. Παρόλα αυτά, η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία υποστηρίζει ότι μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες είναι μια αποδεκτή προσέγγιση για την απώλεια βάρους όταν αυτή εφαρμόζεται για διάρκεια μέχρι και 1 έτος, τονίζοντας ταυτόχρονα και το σημαντικό όφελος του περιορισμού των υδατανθράκων στον γλυκαιμικό έλεγχο.
Σε πρόσφατη μελέτη, μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες είναι αποτελεσματικότερη στη βραχυπρόθεσμη απώλεια βάρους σε υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες, σε σχέση με μία δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες. Σε άλλη παρόμοια μελέτη παρατηρήθηκε μείωση της λιπώδους μάζας και της λεπτίνης σε εξίσου σημαντικό βαθμό.
Τα αποτελέσματα τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων μελετών έδειξαν ότι οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες οδηγούν σε μείωση του σωματικού βάρους (από 2,1 έως 14,3 kg, σε 6 μήνες τουλάχιστον). Επιπλέον, μείωση παρατηρείται τόσο στο λιπώδη όσο και στη μυϊκή μάζα. Σε μια άλλη μελέτη, έπειτα από 9 μήνες τήρησης μιας δίαιτας υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες/χαμηλής σε υδατάνθρακες, παρατηρήθηκε μεγαλύτερη απώλεια σωματικού βάρους σε σύγκριση με ένα πρότυπο υποθερμιδικής δίαιτας χωρίς περιορισμό στους υδατάνθρακες.
Η μείωση των υδατανθράκων φαίνεται ότι δημιουργεί ένα μεταβολικό περιβάλλον που μπορεί να προκαλέσει κορεσμό, αλλά και μείωση της αποθήκευσης λίπους, αποτελεσματικότερα σε σύγκριση με άλλες διατροφικές στρατηγικές. Η απώλεια βάρους που παρατηρείται σε μία δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες οφείλεται κυρίως λόγω της μείωσης της προσλαμβανόμενης ενέργειας και όχι εξαιτίας της σύνθεσης της δίαιτας σε μακροθρεπτικά συστατικά. Η ταχεία απώλεια σωματικού βάρους μπορεί να οφείλεται στην απώλεια υγρών μέσω της ενεργοποίησης του γλυκογόνου από το ήπαρ και σπειραματικής διήθησης των κετονοσωμάτων από τους νεφρούς. Επίσης, επιταχύνεται λιπόλυση με την αλλαγή των πηγών καυσίμων του οργανισμού από γλυκόζη σε κετονοσώματα. Η βελτιωμένη λειτουργία των λιποκυττάρων οφείλεται, επίσης, στην αυξημένη ευαισθησία στην ινσουλίνη και στην απώλεια βάρους.
Τέλος, στη βιβλιογραφία υπάρχουν αναφορές σχετικά με την αύξηση των επιπέδων της αδιπονεκτίνης και την γρηγορότερη απώλεια σωματικού βάρους όταν ακολουθείται διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες σε σύγκριση με μία διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Η αύξηση των επιπέδων της αδιπονεκτίνης κατ’ επέκταση συνδέεται με μείωση της λιπώδους μάζας.
Πολλές μελέτες έχουν συγκρίνει τις επιδράσεις διαιτών χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες με δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος στην απώλεια βάρους και στους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων. Τα άτομα που τηρούσαν μία διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες εμφάνισαν σημαντικά μεγαλύτερη απώλεια βάρους, μείωση τριγλυκεριδίων και αύξηση της HDL χοληστερόλης. Παρά όμως τη σημαντική απώλεια βάρους, υπήρξε και σημαντική αύξηση της LDL-χοληστερόλης σε σύγκριση με τα άτομα που κατανάλωναν μια διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος.
Ωστόσο, αμφιβολίες διατυπώνονται κατά καιρούς, εάν μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες μπορεί να είναι κατάλληλη για άτομα με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων. Άλλες μελέτες πάλι έχουν δείξει ότι μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες είναι ισοδύναμη ή/και αποτελεσματικότερη από μια διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά στη βελτίωση κάποιων παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Η μείωση της ποσότητας και η βελτίωση της ποιότητας υδατανθράκων που προσλαμβάνεται μπορεί να βοηθήσει στην απώλεια βάρους και να μειώσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Λαμβάνοντας υπόψη πρόσφατα στοιχεία, υποστηρίζεται ότι ένα διατροφικό πρότυπο με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες συστήνεται για την πρόληψη της παχυσαρκίας και των καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Το ελαιόλαδο, οι ξηροί καρποί και το αβοκάντο είναι εξαιρετικές πηγές ακόρεστων λιπαρών οξέων και σε συνδυασμό με ένα διατροφικό πρότυπο χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Ένα ιδανικό πρότυπο διατροφής χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες περιλαμβάνει την πρόσληψη διαιτητικών ινών που προέρχονται κυρίως από δημητριακά ολικής αλέσεως, φρούτα πλούσια σε φυτικές ίνες, λαχανικά (πράσινα φυλλώδη και σταυρανθή), όσπρια, αβοκάντο, ελιές και φυτικά έλαια, σόγια, ψάρι και κοτόπουλο, καθώς παράλληλα και περιορισμό της κατανάλωσης κόκκινου κρέατος, αμυλούχων λαχανικών και επεξεργασμένων δημητριακών.
Δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες συστήνονται πριν τη χειρουργική επέμβαση παχυσαρκίας προκειμένου να μειωθεί η πιθανότητα επιπλοκών, καθώς και ο κίνδυνος τραύματος του ήπατος από την απώλεια αίματος. Οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες σχετίζονται με μείωση του κινδύνου κεντρικής παχυσαρκίας. Μελέτες έδειξαν μείωση περίπου 30% του κοιλιακού λίπους σε 1 έτος. Παράλληλα, παρατηρήθηκε μεγαλύτερη μείωση στην περίμετρο της μέσης (2,2-9,5 cm). Σε παχύσαρκα άτομα, (με ή χωρίς διαβήτη τύπου ΙΙ), μετά από 12 μήνες παρέμβασης με μία διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση στην υγεία και στην ποιότητα ζωής των ατόμων. Ο μέτριος βαθμός πρόσληψης των υδατανθράκων σε ασθενείς με διαβήτη τύπου ΙΙ δεν είχε αρνητικές συνέπειες στην υγεία και στην ποιότητα ζωής τους.
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ακόμη ότι μια μέτρια απώλεια του αρχικού σωματικού βάρους (5-10%), με την τήρηση μίας δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, μπορεί να βελτιώσει σημαντικά το γλυκαιμικό προφίλ και άλλες μεταβολικές ανωμαλίες, εκτός από τη σημαντική μείωση πρόσληψης θερμίδων και αύξησης του κορεσμού. Ο συνδυασμός ενός διατροφικού προτύπου με περιορισμένη πρόσληψη υδατανθράκων και αυξημένη σωματική δραστηριότητα μπορεί να βοηθήσουν τους ασθενείς να επιτύχουν απώλεια σωματικού βάρους και βελτίωση του λιπιδαιμικού τους προφίλ.
Σε μια πρόσφατη μελέτη τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η τήρηση μιας δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες βελτίωσε την ικανότητα μνήμης σε υπέρβαρες γυναίκες. Άλλες μελέτες έχουν αποδείξει ότι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες-υψηλότερης σε πρωτεϊνες έχουν θετικές επιδράσεις σε πολλές παθολογικές καταστάσεις, όπως ο διαβήτης, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, η ακμή, νευρολογικές ασθένειες, καρκίνο και καρδιαγγειακή νόσο. Δίαιτες με πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες (κετογονικές δίαιτες) χρησιμοποιούνταν ως θεραπεία στην επιληψία και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίς να χρειάζεται επιπρόσθετη φαρμακευτική θεραπεία.
Άτομα που ακολουθούν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ένα διατροφικό πρότυπο χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες που συνοδεύεται από υψηλή πρόσληψη πρωτεϊνών και λίπους ζωικής προέλευσης έχουν αυξημένο κίνδυνο για θνησιμότητα οποιασδήποτε αιτιολογίας.
Μια δίαιτα πολύ χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες μπορεί να είναι ανεπαρκής σε ιχνοστοιχεία, δεδομένου ότι περιορίζει την κατανάλωση σημαντικών τροφών όπως τα φρούτα, οι σπόροι, και άλλες πηγές φυτικών ινών. Έτσι παρά την γρήγορη απώλεια βάρους θέτει την υγεία σε κίνδυνο. Οι πιθανές παρενέργειες που έχουν αναφερθεί από τη μακροχρόνια υιοθέτηση τέτοιων διαιτών περιλαμβάνουν το σχηματισμό χολόλιθων και νεφρικών λίθων, τη μείωση της οστικής μάζας, την αύξηση των επιπέδων LDL-χοληστερόλης και την επιβάρυνση της νεφρικής λειτουργίας σε κάποιους ασθενείς.
Σε μερικές ομάδες όπως: ασθενείς με διαβήτη τύπου Ι, παθήσεις του θυρεοειδή αδένα, παθολογικές καταστάσεις με έλλειψη κορτιζόλης ή αυξητικής ορμόνης, μερικές ομάδες ηλικιωμένων, άτομα που καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ ή ασπιρίνης αντενδείκνυται η πολύ χαμηλή πρόσληψη υδατανθράκων. Επίσης, μία δίαιτα πολύ χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες μπορεί να οδηγήσει στο σχηματισμό κετονικών σωμάτων. Φυσιολογικά, η συγκέντρωσή τους μπορεί να φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα σε καταστάσεις αυξημένης οξείδωσης λιπαρών οξέων σε συνδυασμό με χαμηλή πρόσληψη υδατανθράκων. Η οξεία αύξηση των κετονικών σωμάτων οδηγεί σε κετοξέωση, η οποία μπορεί να είναι επικίνδυνη αφού ενδέχεται να διαταράξει την οξεοβασική ισορροπία του σώματος.
Πολλές μελέτες αναφέρονται στις ευεργετικές επιδράσεις των διαιτών χαμηλής πρόσληψης σε υδατάνθρακες στην απώλεια σωματικού βάρους, καθώς και σε άλλα οφέλη για την υγεία. Ωστόσο, πολλές ανησυχίες έχουν διατυπωθεί για την μακροχρόνια χρήση αυτών των διαιτών, καθώς ο περιορισμός των υδατανθράκων σε μεγάλο βαθμό με ταυτόχρονη αύξηση στην πρόσληψη λιπαρών ελλοχεύει κινδύνους κυρίως για καρδιαγγειακά νοσήματα, αλλά εμφανίζει και άλλου είδους επιπλοκές στην υγεία.
Bazzano LA, Hu T, Reynolds K, Yao L, Bunol C, Liu Y, Chen CS, Klag MJ, Whelton PK, He J. Effects of low-carbohydrate and low-fat diets: a randomized trial. Ann Intern Med. 2014 Sep 2;161(5):309-18.
de Luis DA, Izaola O, Aller R, de la Fuente B, Bachiller R, Romero E. Effects of a high-protein/low carbohydrate versus a standard hypocaloric diet on adipocytokine levels and insulin resistance in obese patients along 9 months. J Diabetes Complications. 2015 Sep-Oct;29(7):950-4.
Goss AM, Gower B, Soleymani T, Stewart M, Pendegrass M, Lockhart M, Krantz O, Dowla S, Bush N, Barry VG, Fontaine KR. Effects of weight loss during a very low carbohydrate diet on specific adipose tissue depots and insulin sensitivity in older adults with obesity: a randomized clinical trial. Nutrition & Metabolism. 2020 Aug 12;17:64
Guldbrand H, Lindström T, Dizdar B, Bunjaku B, Östgren CJ, Nystrom FH, Bachrach-Lindström M. Randomization to a low carbohydrate diet advice improves health related quality of life compared with a low-fatdiet at similar weight-loss in Type 2 diabetes mellitus. Diabetes Res Clin Pract. 2014 Nov;106(2):221-7.
Hu T, Yao L, Reynolds K, Whelton PK, Niu T, Li S, He J, Bazzano LA.The Effects of a Low-Carbohydrate Diet vs. a Low-Fat Diet on Novel Cardiovascular Risk Factors: A Randomized Controlled Trial. Nutrients. 2015 Sep 17;7(9):7978-94.
Mansoor N Vinknes KJ Veierød MB, Retterstøl K. Effects of low-carbohydrate diets v. low-fat diets on body weight and cardiovascular risk factors: a meta-analysis of randomised controlled trials. Br J Nutr 2016 Feb;115(3):466-79.
McVay MA, Voils CI, Coffman CJ, Geiselman PJ, Kolotkin RL, Mayer SB, Smith VA, Gaillard L, Turner MJ, Yancy WS Jr. Factors associated with choice of a low-fat or low-carbohydrate diet during a behavioral weight loss intervention. Appetite. 2014 Dec;83:117-24.
Paoli A, Rubini A, Volek JS, Grimaldi KA. Beyond weight loss: a review of the therapeutic uses of very-low-carbohydrate (ketogenic) diets. Eur J Clin Nutr. 2013 Aug;67(8):789-96.
Velázquez-López L González-Figueroa E, Medina-Bravo P, Pineda-Del Aguila I, Avila-Jiménez L, Ramos-Hernández R, Klunder-Klunder M, Escobedo-de la Peña J. Low calorie and carbohydrate diet: to improve the cardiovascular risk indicators in overweight or obese adults with prediabetes. Endocrine. 2013 Jun;43(3):593-602.